Μαρτυρία Μπενιαμίν Σιλμόν
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αφήγηση αυτόπτη μάρτυρα που έζησε τις σφαγές και τους διωγμούς των Ασσυρίων κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και την εξορία τους από τη γη και τα βουνά όπου ζούσαν για πολλούς αιώνες. Πρόκειται για τον Μπενιαμίν Σίλμον Μπενιαμίν ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική στις αρχές τις δεκαετίας του ’20 και έχει γεννηθεί το 1908 στο χωριό Αρδασιρ της νομαρχίας Ούρμια (η γη των υδάτων στα ασσυριακά).
Το μίσος και η προδοσία
«Η εποχή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου κατά την οποία έγιναν οι σφαγές του Ασσυριακού λαού από το στρατό του Ιράκ και τους Κούρδους (1914-1918), η μετανάστευσή μου από την πατρίδα μαζί με τους γονείς μου και η παραμονή μας στα στρατόπεδα των προσφύγων (1918-1920), περιγράφονται εδώ με κάθε λεπτομέρεια με ιδιαίτερη έμφαση σε όσα υπέφερα μαζί με την οικογένειά μου και όλα τα παιδιά της πατρίδας μου.
Κατά τα έτη 1914-1918 η Τουρκία ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και εξάπλωσε το στρατό της προς τα δυτικά στα Βαλκάνια, προς τα βόρεια και βορειοανατολικά στα σύνορα με τη Ρωσία. Ο ρωσικός στρατός όλα αυτά τα χρόνια διατηρούσε τις θέσεις του στο μέτωπο των Καυκάσιων και τα τουρκικο-ιρανικά σύνορα. Οι Τούρκοι από τη μεριά τους, οι οποίοι έτρεφαν έντονο μίσος για τους χριστιανούς εν γένει και εχθρεύονταν το ρωσικό στρατό που τους προστάτευε, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία της απόσυρσης του ρωσικού στρατού από τα σύνορα εξαιτίας της επανάστασης του Λένιν το 1917 και αύξησαν τα χτυπήματα κατά των Ασσυρίων και των Αρμενίων με σκοπό την εξαφάνισή τους. Συγχρόνως, ο Κούρδος ηγέτης Σίμκο Αγα (πρώην σύμμαχος των Ρώσων) συνεργαζόταν κρυφά με τους Ιρανούς και τους Τούρκους για την εξόντωση των Ασσυρίων. Ήλπιζε έτσι να πετύχει κάτι για λογαριασμό των Κούρδων που ζούσαν στο Ιράν.
Ζήτησε ο Σίμκο να συναντηθεί με την Αγιότητά του τον Πατριάρχη Μπενιαμίν Σαμοον (ο θρησκευτικός και κοσμικός ηγέτης των Ασσυρίων) και δέχτηκε η Αγιότητά του, κατόπιν πίεσης του αξιωματικού των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών Gracy, να τον συναντήσει στο μέτωπο των Καυκάσιων. Πήγε λοιπόν μαζί με 100 Ασσύριους ιππότες από τους καλύτερους μαχητές επειδή ήταν γνωστό πως ο Σίμκο ήταν ύπουλος (ο Ασσύριος συγγραφέας B. Arsanis αναφέρει πως η Αγιότητά του ήταν υπό την προστασία 300 πολεμιστών) και μόλις έφτασε η ακολουθία του πατριάρχη στο κατάλυμα του Σίμκο (στην πόλη Κουίνασαρ στο Ιράν), τον υποδέχτηκε όπως υποδέχεται ο υπηρέτης τον κύριό του. Ενώ οι συζητήσεις ήταν πολύ φιλικές, κάποιος από τη συνοδεία του πατριάρχη πρόσεξε ότι Κούρδοι βρίσκονταν στις ταράτσες των γύρω σπιτιών. Δεν ήξερε όμως πως υπήρχαν εκατοντάδες άλλοι πάνω σε κάθε σπίτι στην πόλη. Και όταν ολοκληρώθηκαν οι συζητήσεις, βγήκε ο Σίμκο με τον πατριάρχη για να τον αποχαιρετήσει, μπήκε ξανά στο σπίτι του και τότε ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί απ’όλες τις μεριές στον Πατριάρχη και την ακολουθία του. Απεβίωσε η Αγιότητά του μαζί με 90 ιππότες και έμειναν 10 οι οποίοι κατάφεραν να ξεφύγουν μετά από βάρβαρη μάχη στην πόλη κατά την οποία τραυματίστηκαν οι 6. Αυτά έγιναν στις 3/3/1918.
Αυτό το γεγονός σφράγισε την μοίρα του ασσυριακού λαού αφού μετά την δολοφονία του ηγέτη, οι Τούρκοι και οι Κούρδοι είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους στο βουνό Σιρα κοντά στην τουρκική πόλη Ουαν και στην πόλη Χουι στο Ιράν και περικύκλωσαν την πόλη Ούρμιακαι την περιοχή Σαλαμις απ’όλες τις μεριές. Η πρώτη επίθεση ξεκίνησε από το βουνό Σιρα προς την Ούρμια και μια άγρια σύγκρουση έγινε στις 15 Αυγούστου 1918 μεταξύ του ασσυριακού και του τουρκικού στρατού με διάρκεια 6 ημερών που κατέληξε στην απόκρουση της επίθεσης και την αιχμαλώτιση εκατοντάδων Τούρκων στρατιωτών και αξιωματικών στο μέτωπο Σαλαμις (Checklovski, Memorandum, σελ. 170). Αιματηρές μάχες έλαβαν χώρα μέχρι τον Ιούνιο 1918 μεταξύ των ασσυριακών περιοχών από τη μία και του 6ου τουρκικού στρατού επαυξημένου κατά 60.000 άνδρες (Δούμπις, Οι Ασσύριοι, σελ. 73) με τις φυλές Ελ Χερκη και τους Κούρδους (ο Σίμκο, ο δολοφόνος του Πατριάρχη), τους Κούρδους του Πραντόστ και τους Πέρσες από την άλλη. Στο τέλος, οι μάχες οδήγησαν στην ήττα του τουρκικού στρατού υπό την ηγεσία του Ιχσάν Πασά ο οποίος μετατέθηκε αμέσως μετά την ήττα του και τιμωρήθηκε. Ο Τζαουντάτ Μπεϊκ τον αντικατέστησε ο οποίος ξεκίνησε με μεμονωμένες σφαγές των Ασσυρίων, όπου και αν βρίσκονταν. Οι δυνάμεις του Χαϊντάρ Μπεϊκ και τον Περσών υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Ματζίντ Αλ Σουλτάνα ηττήθηκαν επίσης.
Όταν κατάλαβαν οι εχθροί πως ο ασσυριακός στρατός έχει μείνει από όπλα και καθώς η ρωσική εξουσία ήταν απασχολημένη με την επανάσταση των μπολσεβίκων, ετοίμασαν ένα τεράστιο στρατό. Οι Ασσύριοι ήξεραν πως δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν αφού είχαν σωθεί τα πυρομαχικά και επικράτησε αναρχία στις γραμμές τους. Κατέφθασαν τα νέα ενός γενικού μακελειού κατά των Ασσυρίων και αυτή ήταν η ένδειξη πως έπρεπε να εκκενώσουν την Ούρμια και τα γύρω χωριά τελεσίδικα και να προσφύγουν στην προστασία των Άγγλων αφού οι Ρώσοι έκαναν πίσω. Δηλαδή έπρεπε να κατευθυνθούν νότια (προς Χαμνταν και Καρμνιχαχ – 700 περίπου χιλιόμετρα νότια της Ούρμια περνώντας με τα πόδια από εχθρικές περιοχές) και ήταν ο θείος μου ο Παύλος (αδελφός της μητέρας μου) ένας από εκείνους που έφεραν τα νέα και την ανάγκη να εκκενωθεί η πόλη. Ύστερα απ’αυτό , αιχμαλωτίστηκε και σκοτώθηκε από τους Τούρκους. Και ο μικρότερος θείος μου ο Πέτρος ήταν επίσης αιχμάλωτος των Τούρκων. Αποφασίσε η γιαγιά μου η Χάνα να πάει να τον επισκεφθεί αφού έμαθε πού τον κρατούσαν και όταν επέμενε να δει το γιο της, οι στρατιώτες την έδιωξαν και άρχισαν να την χτυπούν μέχρι θανάτου. Κατόπιν τούτου, η θεία μου και η μητέρα μου ανακάλυψαν πως ο θείος μου είχε πεθάνει στην φυλακή.
Η έξοδος από την Ούρμια
Μετά την πολιορκία, ξεκίνησε μια βίαιη επίθεση που κατέληξε στο θάνατο 14.000 Ασσυρίων στην Ούρμια και τις γύρω περιοχές και 11.000 νεκρών κατά το πέρασμα από την Ούρμια στην τωρινή Αρμενία, στο σημείο όπου καυχήθηκε ο Πέρσης πρίγκιπας Ματζίντ Αλ Σουλτάνα: «Απόψε οι δυνάμεις μου μόνο έστειλαν 2.000 άπιστους στην κόλαση». Συγχρόνως ξεκίνησε η ομαδική μετανάστευση από την Ούρμια προς το νότο και οι ασσυριακές δυνάμεις (η ομάδα της Σαλαμις υπό την ηγεσία του ηγέτη Νταουντ Μαρ Σαμούν, αδελφού του Πατριάρχη Αλ Σαχιντ) ακόμα πολεμούσαν στα τουρκικά σύνορα, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τις θέσεις τους και να καθυστερήσουν τους Τούρκους όσο ήταν δυνατό να φτάσουν στα παράλια της λίμνης Ούρμια και ειδοποιούσαν τους κατοίκους για την ανάγκη να εκκενώσουν την ευρύτερη περιοχή αφού αναμενόταν μεγάλη επίθεση. Έτσι, το μόνο που μας απέμενε, σε μένα και στους γονείς μου, ήταν να τακτοποιήσουμε τα πράγματά μα, τροφή, νερό και ρούχα κατά το δυνατό και να ξεκινήσουμε, εγώ , ο πατέρας, η μητέρα, ο μικρός αδελφός μου και η μικρή αδελφή μου, με μια καρότσα που την έσυραν άλογα, με λίγες προμήθειες, αφήνοντας πίσω τις περιουσίες μας, το φιλόξενο σπίτι και το ήσυχο χωριό Αρντασιρ, το καλοκαίρι του 1918. Ήμουν τότε δέκα χρονών.
Αφού προχωρήσαμε αρκετά προς τα νότια, χάσαμε το χωριό από τα μάτια μας και αρχίσαμε να βλέπουμε τις χιλιάδες Ασσυρίων που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά και τις περιουσίες τους και ενωθήκαμε μαζί τους σε μια μοναδική πορεία η οποία ένωε τους Ασσύριους του Ιράν και της Τουρκίας (ήμασταν περίπου 253.000 – Checkovski, Memorandum, σελ. 159). Μαζί μας ήρθε και η μεγαλύτερη αδελφή μου Σουρια μαζί με τον άντρα και το παιδί τους Ιωνάθαν και το καραβάνι είχε μήκος 80 χλμ., με τα πόδια, μερικοί με ζώα και άλλοι με καρότσες. Και το πλήθος απομονωνόταν καθ’όλη τη διαδρομή από την Ούρμια ως το Χαμαντάν με τέτοιο τρόπο, σύμφωνα με στρατιωτικό σχέδιο των Τούρκων, ώστε να μπορέσουν οι Τούρκοι και οι Κούρδοι του Ιράκ από το Ραουέντοζ με την βοήθεια των Περσών και των Κούρδων από το Ιράν από την άλλη μεριά, να επιτεθούν και να τους εξοντώσουν, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ήταν άοπλοι ή δεν είχαν αρκετά όπλα (αφού σε μια από τις επιδρομές ο ηγέτης Νταούντ Μαρ Σαμούν ο οποίος με τη βοήθεια των πολεμιστών του κατάφερε να σώσει 10.000 απ’αυτούς – M. Amira, σελ. 326).
Στο δρόμο πέθανε ο ανιψιός μου και επειδή οι μάχες ήταν πολύ έντονες δεν μπορέσαμε να τον θάψουμε. Γι’αυτό έδεσαν τη σορό του σε ένα από τα άλογα, αναμένοντας κάποια ανάπαυλα για να τον κηδέψουμε όπως αρμόζει και με όλες τις θρησκευτικές τελετές. Τέτοια ανάπαυλα δε μας δόθηκε ποτέ και δε μπορώ να ξεχάσω πώς έπεισαν οι σύντροφοί μας την αδελφή μου και τον άντρα της να εγκαταλείψουν τη σορό του παιδιού τους Ιωνάθαν κάτω από τα βράχια. Μετά από μέρες, ήρθε μια ομάδα Ασσυρίων πολεμιστών και ετοίμασαν την προστασία των μετώπισθεν κοντά στην ιρανική πόλη Σαζ Πολακ. Την επόμενη μέρα, ακούσαμε πως οι Τούρκοι ηττήθηκαν στα μετώπισθεν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι αρκετοί από τους πολεμιστές τους. Έτσι, μετά από ατελείωτες μέρες στα βουνά, μας επέτρεψε επιτέλους η ηγεσία των πολεμιστών μας να ξεκουραστούμε. Και αναπαύτηκαν χιλιάδες γυναίκες και παιδιά κάτω από τα άστρα, κοντά στην πόλη Σαϊνκαλα (οχυρό Σαχίν ή Σαχίν Νταζ στα περσικά).
Μόλις ξεκίνησε ο ήλιος να ανατέλλει, ειδοποιήθηκαν τα πλήθη να εγκαταλείψουν γρήγορα τις θέσεις τους εξαιτίας των Τούρκων και των συμμάχων τους που ερχόταν από τα γύρω βουνά και σε λίγο θα άρχιζε η επίθεση. Δε θα ξεχάσω τον τρόμο και την ταραχή που επικράτησε στο τρομαγμένο καραβάνι. Λίγα μετά την ειδοποίηση άρχισε η επίθεση. Μας βομβάρδισαν και τα βλήματα έσκαγαν ανάμεσα στα πυκνά πλήθη. Ο πατέρας μου με έβαλε στην ράχη της γελάδας γιατί ήταν δύσκολο να με κρατάει αγκαλιά και να τρέχει μέσα στον τρόμο της επίθεσης. Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς μου, με πήρε η γελάδα και κατευθύνθηκε προς ένα ποτάμι με ρηχά νερά όπου μπήκε και άρχισε να πίνει νερό στη μέση του ποταμού, με μένα στη ράχη. Το πλήθος είχε απομακρυνθεί μισό μίλι περίπου, αφήνοντας πίσω τη σιωπή του θανάτου και το κλάμα των ορφανών που είχαν παραδωθεί στην κούραση και τα πρησμένα τους πόδια. Μετά βγήκε το ζώο γρήγορα από το ποτάμι προς την απέναντι όχθη και τίναξε με δύναμη τα νερά από πάνω του, ρίχνοντάς με κάτω. Όταν είδε η μητέρα μου το ζώο δίχως εμένα στην ράχη, το είπε στον πατέρα μου ο οποίος άρχισε να με ψάχνει χωρίς αποτέλεσμα. Πίστεψε πως είχα πνιγεί όταν πέρναγε η γελάδα προς την απέναντι όχθη και γύρισε στο καραβάνι απογοητευμένος και είπε στους υπόλοιπους πως πνίγηκα και δεν βρήκε το σώμα μου. Και είμαι σίγουρος πως είχα λιποθυμήσει όταν έπεσα από τη ράχη της γελάδας διότι όταν ξύπνησα ο ήλιος ήταν κοντά στη δύση πράγμα που σημαίνει πως είχα μείνει αναίσθητος από την ανατολή ως τη δύση. Κοίταξα γύρω μου και είδα μια γέφυρα εκεί κοντά. Πήγα και κάθισα κάτω από τη γέφυρα, πάνω σε ένα βράχο και τότε άκουσα μια φωνή να με ρωτάει με τρέμουλο: «παιδί μου είσαι Ασσύριος;». Της απάντησα πως ναι, είμαι Ασσύριος. Ήταν μια γριά γυναίκα, αδύνατη και κατάκοπη με δυο παιδιά μικρότερα από μένα και ένα μεγαλύτερο κορίτσι. Τη ρώτησα μετά από πικρό κλάμα για τους γονείς μου. Δεν τους ήξερε. Με αγκάλιασε και κλαίγοντας με τη σειρά της, μου είπε πως ο γιος της και η γυναίκα του είχαν πεθάνει στην πρωινή επίθεση και ότι τα παιδιά είναι εγγόνια της. Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί κάτω από τη γέφυρα και το πρωί ξυπνήσαμε, πλύναμε χέρια και πρόσωπα και θυμάμαι πως η γυναίκα είχε ένα λευκό μαντήλι που χρησίμευε ως πετσέτα.
Ξαφνικά, στην απέναντι όχθη, είδαμε μερικούς Τούρκους στρατιώτες οι οποίοι είχαν έρθει να λεηλατήσουν τα πτώματα των νεκρών και μας έκαναν νόημα να πλησιάσουμε. Περάσαμε το ποτάμι όλοι μαζί και τους πλησιάσαμε αφού είχαν βραχεί τα ρούχα μας. Ρώτησαν την γριά γυναίκα στα τούρκικα για το ποιόν μας και τί κάναμε εκεί. Η γριά τους απάντησε τρομαγμένη «Είμαστε Ασσύριοι και μείναμε πίσω από το καραβάνι». Αμέσως κατέβηκε ένας τους από το άλογο και άρπαξε το μεγαλύτερο κορίτσι και την έβαλε στα χέρια ενός συντρόφου του σε άλλο άλογο. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί το κορίτσι αντιστάθηκε με όλες τις δυνάμεις της για να κατέβει από το άλογο. Ο στρατιώτης την πέταξε κάτω και την έβρισε στα τούρκικα «Άπιστη κόρη της…» και την χτύπησε με το μαχαίρι που ήταν στο ντουφέκι του πολλές φορές ώσπου πέθανε. Η γριά έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά της και τα άλλα δύο παιδιά είχαν πιαστεί από τα ρούχα της με δύναμη. Εγώ έμεινα εκεί φοβισμένος και ακίνητος ώσπου ένιωσα κάτι σκληρό στην πλάτη μου. Ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος με πίεσε με το ντουφέκι του και έλεγε «Ας σκοτώσουμε τους άπιστους». Μας έσωσε όμως η κακία του συντρόφου του ο οποίος του είπε: «Ας τους να πεθάνουν από την πείνα και τη ζέστη». Έτσι μας άφησαν και μόλις απομακρύνθηκαν λίγο ακούσαμε τα κανόνια να βροντάνε από το γκρεμό.
Δεν τολμήσαμε να βγούμε από την κρυψώνα μας πάρα πολλές ώρες αφού είχαν σταματήσει και αρχίσαμε να περπατάμε ξανά προς την κορυφή και είδαμε στους γκρεμούς εκατοντάδες πτώματα Τούρκων στρατιωτών και τότε καταλάβαμε πως τα κανόνια που είχαμε ακούσει ήταν των Ασσυρίων πολεμιστών υπό την ηγεσία του Νταούντ Μαρ Σαμούν και ότι αυτά ήταν τα κανόνια που είχαν πάρει ως λάφυρα οι Ασσύριοι μετά την πρώτη μάχη στο Σαζ Πολακ, πριν χωριστώ από τους γονείς μου. Κατεβήκαμε στην πεδιάδα ψάχνοντας για τροφή ανάμεσα στα πτώματα και περπατήσαμε προς το νότο, ακολουθώντας το καραβάνι που δραπέτευε και πολεμούσε συγχρόνως, ώσπου αρχίσαμε να βλέπουμε κατεστραμμένες άμαξες και πτώματα γυναικών και παιδιών. Αυτά βλέπαμε για μέρες και μέρες και ο Θεός μου έστειλε τη γριά εκείνη για να πολεμήσω το θάνατο. Αυτή έβρισκε λίγο «αλλασουα», ένα είδος ψωμιού που τρώγαμε στο δρόμο μας, ώσπου φτάσαμε στην πόλη Μπιζάρ. Στα προάστια αυτής της πόλης έγινε μια επίθεση στο καραβάνι όπου σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 Ασσύριοι άντρες, παιδιά και γυναίκες, ενώ προσπαθούσαν να περάσουν στο νότο προς την πόλη Χαμνταν όπου ήταν οι Άγγλοι (Stafford, The tragedy of the Assyrians, σελ. 34: ίσως να μιλάει ο συγγραφέας για το ίδιο γεγονός στην αναφορά του για τα πτώματα).
Εκεί είδαμε έναν οπλισμένο άντρα να έρχεται προς εμάς και όταν πλησίασε άρχισα τα κλάματα και πάλι. Ο άντρας μου έβαλε ένα καυκάσιο παλτό και ένα καπέλο και είπε στα τούρκικα: «μην κλαις παιδί μου, δεν θα σου κάνουμε κακό, αυτοί εδώ είναι Άγγλοι στρατιώτες». Συνέχισα να τρέμω από τον φόβο μου μέχρι που με ακούμπησε η γριά στον ώμο και μου είπε: «Είμαστε επιτέλους ασφαλείς». Ο άντρας που μου μίλησε δεν ήταν Τούρκος ούτε και Άγγλος. Οι υπόλοιποι ήταν Άγγλοι. Ήταν 10 ή 15 άντρες και μαζί τους είχαν άλογα με τις σέλες τους. Με πήρε ο ένας μαζί του στο άλογο, ενώ έβαλαν τη γριά με τα παιδιά σε μια μικρή στρατιωτική άμαξα και μας πήραν μαζί τους σε ένα μακρύ δρόμο ώσπου φθάσαμε στο στρατόπεδό τους και υπήρχαν εκεί κι άλλοι στρατιώτες. Ένας γιατρός μου έδωσε ένα φάρμακο και τότε έμαθα πως είχα ελονοσία. Την επόμενη μέρα αποχωρίστηκα από εκείνη τη γριά με τα παιδιά της και δεν τους ξαναείδα έκτοτε.
Η αγγλική μονάδα αυτή απείχε 60 χλμ. στα δυτικά από την πόλη Χαμνταν στο Ιράν και είχε σταλεί για να βοηθήσει τις ασσυριακές δυνάμεις και για να προστατεύσει το καραβάνι που δραπέτευσε από τους εχθρούς. Αυτή η μονάδα όμως την οποία έπρεπε να ακολουθήσουν άλλες μονάδες, όταν είδε το καραβάνι να φτάνει γύρισε πίσω στην Χαμνταν. Αυτό το λάθος απεδείχθη μοιραία ανθρώπινη καταστροφή και εν γνώσει των Άγγλων! Όταν έφτανε το καραβάνι στην Χαμνταν ρώτησαν οι Ασσύριοι κάποιο μεταφραστή: «Πού είναι οι Άγγλοι; Πού είναι τα εφόδια και τα όπλα που περιμέναμε όλους τους μήνες που πολεμούσαμε;», ο μεταφραστής όμως κούνησε τους ώμους του λέγοντας «Δεν ξέρω τίποτα» και μετά από λίγο καιρό μου είπε ο μεταφραστής «Κοίτα εκεί, αυτοί εδώ είναι οι συμπατριώτες σου. Πρέπει να πας σ’αυτούς γιατί εμείς πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην Βαγδάτη.
Ο θάνατος στα στρατόπεδα
Μόνος, κατευθύνθηκα στο πλήθος που είχε στήσει τις σκηνές του στην περιοχή (Κασρ Σιριν κοντά στα ιρακινά σύνορα) και κάθισα σαστισμένος να παρακολουθώ τον κόσμο. Τα πρόσωπα μερικών μου φαίνονταν οικεία και άρχισα να ακούω τις συζητήσεις τους. Κυρίως μιλούσαν για τους νεκρούς και τους χαμένους (ο μελετητής Checkovski αναφέρει ότι περίπου 54.000 άνθρωποι πέθαναν στην άκρη του δρόμου ενώ ο Άγγλος Stafford βεβαιώνει πως οι νεκροί Ασσύριοι ήταν μεταξύ 80-85.000) και όλοι έψαχναν γονείς και παιδιά. Το πρωί είδα το πλήθος να ετοιμάζεται να φύγει και έτσι περπάτησα μαζί τους, με το ζόρι λόγω ελονοσίας. Με λυπήθηκε ένας άνθρωπος και μ’έβαλε στην άμαξα με τα τέσσερα παιδιά του. Αυτά πεινούσαν περισσότερο από μένα (όταν έφτασαν οι Ασσύριοι, οι Άγγλοι τους υποδέχτηκαν ως ήρωες και όμως ανάγκασαν τον εξουθενωμένο λαό να πάρει τους δρόμους μέσα σε λίγες μέρες από την πόλη Χαμνταν στην Χανκιν περνώντας από την Μπακρμενσαχ, δηλαδή να διασχίσουν 180 χλμ. και οι απώλεις στο δρόμο ανέρχοταν στους 60 νεκρούς καθημερινά από τις αρρώστιες και τη ζέστη – Arnold Willson, Misopotamia, σελ. 36)
Δε θυμάμαι πόσο χρόνο μας πήρε να φτάσουμε σε ιρακινή πόλη. Τη λέγανε Χανκιν αλλά όπως φαίνεται, δεν ήταν μακριά και ήταν κι αυτή στα σύνορα Ιράκ-Ιράν. Σταθήκαμε σε κοντινή απόσταση από την πόλη και μου είπε ο άνθρωπος που είχε την άμαξα πως είχε δει αρκετούς από τους συγχωριαούς μου από το χωριό Αρντσιρ και με κατέβασε από την άμαξα και μου έδειξε πώς να πάω στο άλλο καραβάνι που είχε φτάσει μια μέρα πριν. Περπάτησα ξανά με ψηλό πυρετό και ξαφνικά είδα ένα αγόρι που ήταν ξάδελφός μου, του φώναξα όμως έφυγε φοβισμένος μόλις με αντίκρισε. Ήταν μικρότερός μου, εξουθενωμένος όπως και γω, υπέφερε από ελονοσία. Η κατάστασή μου όμως δεν μου επέτρεπε να τον ακολουθήσω. Τον είδα από μακριά να μιλάει με μια γυναίκα και να δείχνει προς το μέρος μου. Τότε μπήκα ανάμεσα στον κόσμο και πλησίασα και είδα τη γυναίκα να κλαίει, να φωνάζει και να τρέχει προς εμένα. Ήταν η αγαπημένη μου μητέρα. Με άρπαξε στα χέρια της, με αγκάλιασε και με φίλησε κλαίγοντας με λυγμούς και φώναξε τον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου ήταν απασχολημένος με κάποιον άλλον άντρα, στην μοιρασιά ενός αρνιού πριν το σφάξουν. Γύρισε προς την μεριά της μητέρας μου και όταν με είδε μαζί της, με το μαχαίρι ακόμα στο χέρι, έπεσε στα γόνατα και φώναξε «Θεέ μου, Θεέ μου», με αγκάλιασε και αυτός και με φίλησε δυνατά και άρχισε να με ρωτάει «Πού ήσουν τόσον καιρό» και πριν του απαντήσω, μου διηγήθηκε πως μια γυναίκα του είχε πει πως με είδε νεκρό «Είδα το γιο σας νεκρό. Να δοξάζετε το Θεό που δεν υποφέρει αυτά που υποφέρουμε εμείς. Περπατούσα με τον άντρα μου προσπαθώντας να αναγνωρίσουμε τα πτώματα στο δρόμο όταν τον είδαμε ανάμεσά τους». Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο πατέρας μου, ένας πιστός χριστιανός, άρχισε να προσεύχεται για την ψυχή μου. Του εξήγησα τότε πως πρέπει να με είδε λιπόθυμο και με πέρασε για νεκρό.
Μετά από τη συζήτηση αυτή ηρεμήσαμε και οι δύο και ρώτησα για την αδελφή μου τη Μάρθα και τον αδελφό μου τον Ουίλιαμ και την αδελφή μου την Τζούλια και μου είπε η μητέρα «Ο Ουίλιαμ και η Τζούλια κοιμούνται» ενώ η Μάρθα ήταν εκεί και ρώτησα «Γιατί κοιμούνται;» μου είπε «Είναι άσχημα». Πήγαμε σ’αυτούς και φώναξε ο πατέρας μου»Ουίλιαμ κοίτα ποιος ήρθε». Ξύπνησε ο Ουίλιαμ και με φώναξε με τρεμάμενη φωνή και σώπασε. Το πρωί πέθανε ο Ουίλιαμ εξαιτίας της ελονοσίας και γύρισε η θλίψη στις καρδιές μας. Πήρε ο πατέρας μου και κάποιος άλλος άντρας το πτώμα και τον τύλιξαν σε ένα πανί και τον έθαψαν μακριά. Μετά από δυο μέρες ακριβώς πέθανε και η αδελφή μου η Τζούλια από την ίδια αρρώστια και θάφτηκε με τον ίδιο τρόπο. Ο πατέρας μου είχε πάρει μερικά φάρμακα για τον Ουίλιαμ και τη Τζούλια από την ιατρική ομάδα που θεράπευε τους χιλιάδες αρρώστους στο στρατόπεδο και όταν δυνάμωσαν τα συμπτώματα της αρρώστιας μου άρχισε να μου δίνει το φάρμακο τρεις φορές την ημέρα και μια πριν κοιμηθώ. Και αυτό μέχρι την ημέρα που μάθαμε πως ο ανώτατος Άγγλος ηγέτης είχε αποφασίσει να μας μεταφέρει στην περιοχή Μπακουμπατ Γαρμπα και όλοι περίμεναν αυτό το νέο με ανυπομονησία. Μεταφερθήκαμε στην Μπακουμπατ Γαρμπα όπου συγκεντρώθηκαν όλοι οι πρόσφυγες στο στρατόπεδο κατά τον ακόλουθο τρόπο:
30 περιοχές, η κάθε μια με 20 σκηνές και σε κάθε σκηνή 60 άτομα. Ο αριθμός της περιοχής μας ήταν το 22 και ό,τι βρόμικη αρρώστια ήταν γνωστή στους ανθρώπους υπήρχε στα στρατόπεδα της Μπακουμπατ: ελονοσία, τύφος, ασιτία, φυματίωση και άλλες αρρώστιες εξαιτίας της πείνας, της μεγάλης ζέστης την ημέρα και του σκληρού κρύου τη νύχτα κατά τη φυγή μέσα από τα βουνά… και υπήρχε και μια μεγάλη σκηνή για τις ιατρικές υπηρεσίες. Οι νεόφερτοι ήταν πάντα σε προτεραιότητα και η κατάσταση υγείας ήταν γενικά άσχημη αφού οι υγιείς άνθρωποι βρίσκονταν με τους αρρώστους στην ίδια σκηνή, με αποτέλεσμα να εξαπλώνονται οι αρρώστιες (πέθαναν από αρρώστιες περίπου 33.000 άνθρωποι στα στρατόπεδα της Μπακουμπατ και άλλα, οι περισσότεροι παιδιά – Amira, σελ. 239).
Μείναμε σ’εκείνο το στρατόπεδο για πολύ καιρό και αποφάσισε ο λαός να γυρίσει στη γη του με το ζόρι (δεν ήταν προς όφελος των Βρετανών οι οποίοι ήθελαν να μείνουν οι Ασσύριοι στο Ιράκ για να διώξουν τους Τούρκους από το βόρειο Ιράκ, επειδή οι ορεσίβιοι Ασσύριοι ήταν ικανοί να πολεμήσουν στα άβατα βουνά και αυτό έγινε στη συνέχεια). Και έπρεπε ο καθένας να υπογράψει μια αίτηση πριν φύγει όπου δήλωνει πως φεύγει υπό τη δική του ευθύνη. Και αυτό έκαναν οι περισσότεροι ανάμεσα στους οποίους και ο πατέρας μου. Ακόμα και σήμερα κρατάω αντίγραφο της αίτησης αυτής.
Φύγαμε αμέσως για τη Βαγδάτη και εκεί ανεβήκαμε σε στρατιωτικά λεωφορεία που μας μετέφεραν βόρεια προς τη Μοσούλ. Οι άντρες έστησαν μια προσωρινή κατασκήνωση στην περιοχή Μιντάν στις όχθες του ποταμού Νταζλα. Ενώ μέναμε εκεί, με πήρε ο πατέρας μου μια μέρα στη Μοσούλ που απείχε πολύ από το Μιντάν και σ’ αυτή την εκδρομή έκανε ο πατέρας μου διάφορες προσωπικές συναλλαγές και μετά με ρώτησε: «Θες να δεις τα ερείπια της Νινευή γιε μου;» Δεν ήξερα τίποτα για την πόλη αυτή και έτσι είπα «Θέλω». Η Νινευή δεν απείχε πάνω από 3 χλμ. από τη Μοσούλ και αποτελούνταν από πολλά στρέμματα ερειπίων και ένα μικρό τμήμα των τειχών της υπήρχαν ακόμη. Κοίταξα τον πατέρα μου και είδα δάκρυα στα μάτια του. Τον ρώτησα γιατί έκλαιγε και μου απάντησε με καημό και λύπη: «Αυτή ήταν γιε μου στα παλιά τα χρόνια η πρωτεύουσα των Ασσυρίων με όλο της το μεγαλείο» και έμεινε εκεί να την κοιτάζει σιωπηλός και στην δύση του ήλιου γυρίσαμε πίσω.
Μετά από κάποιο καιρό στο καινούριο στρατόπεδο αποφάσισαν οι πρόσφυγες (κατόπιν υπόσχεσης των Άγγλων) να σχηματίσουν μια στρατιωτική μονάδα για να εξερευνήσουν το δρόμο επιστροφής στην πατρίδα μας πίσω από τα βουνά, αφού η απόσταση μεταξύ Ιράν, Ιράκ και Τουρκίας ήταν πολύ μικρή αφού είναι γειτονικές χώρες και η απόσταση για τη λίμνη Ούρμια και τα περίγυρά της δεν ήταν μεγάλη. Έφυγε η μονάδα λοιπόν προς τα βουνά και εκεί συνάντησε κουρδικές φυλές που γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή (ή ήξεραν από τους Άγγλους πως έρχονταν οι Ασσύριοι) και μετά από αιματηρή σύγκρουση γλίτωσαν μερικοί Ασσύριοι και έφτασε ένας από τα ξαδέλφια μου με το πτώμα ενός συγγενή στο άλογό του. Τότε αποφάσισε ο πατέρας μου να φύγει. Ήμουν πολύ μικρός τότε για να καταλάβω τα μυστικά της οικογένειάς μου. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πως είχαμε στο χωριό ένα είδος γιλέκου που φορούσα όταν έβγαινα. Πριν αποχωριστώ τους γονείς μου στη Σαϊνκαλα έτυχε να μου το βγάλουν. Στην Ιακουμπα παρατήρησα πως η μητέρα μου, η αδελφή μου η Μάρθα και ο πατέρας μου φορούσαν τα γιλέκα και θυμάμαι πως η μητέρα μου έραβε μέσα ιρανικό χρυσό έτσι ώστε να μην φαίνεται. Το ίδιο έκανε και μέσα από τις σέλες των μουλαριών. Επίσης θυμάμαι τον πατέρα μου να φεύγει συχνά από το στρατόπεδο για να πουλήσει στη Βαγδάτη κομμάτια χρυσό σε έναν Χαλδαίο, δηλαδή Ασσύριο της καθολικής εκκλησίας.
Όταν γυρίσαμε στη Βαγδάτη, έλαβε ο πατέρας μου μια επιστολή από τον αδελφό μου τον Πέρα ο οποίος σπούδαζε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου του ζητούσε να επιστρέψει στην Ανταρσιρ και να μείνει εκεί. Όπως φαίνεται δεν είχε γνώση της κατάστασης και ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε κίνδυνο για τη ζωή μας, αφού δεν μπορούσαμε πλέον να είμαστε ασφαλείς ανάμεσα σε μουσουλμάνους. Και αφού μελέτησε καλά την επιστολή, πήγε στο αμερικανικό προξενείο της Βαγδάτης και έκανε αίτηση για μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες και φύγμαε από τη Βαγδάτη με ένα πλοίο που λέγεται Ματζίντα για τη Βασόρα νότια του σημερινού Ιράκ και περιμέναμε στο λιμάνι τέσσερις μέρες και νύχτες για να φύγουμε με τις αγγλικές μεταφορικές γραμμές Κασταλία».