Τριάδα Γενοκτονιών
Ο όρος Τριάδα Γενοκτονιών χρησιμοποιείται ως μια ευρύτερη νοηματική ενότητα που προσδιορίζει το έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς, Νεότουρκους και Κεμαλικούς. Αρμένιοι, Ασσύριοι και Έλληνες ζούσαν στις πατρογονικές τους εστίες για χιλιετηρίδες και μέσα σε λίγα χρόνια αποδεκατίστηκαν για τις ανάγκες δημιουργίας μιας «καθαρής Τουρκίας», αμιγώς μουσουλμανικής. Οι χριστιανικοί αυτοί πληθυσμοί διαδοχικά στοχοποιήθηκαν και εξοντώθηκαν από τους Τούρκους.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Η Οθωμανική αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα υπό την πίεση των Ευρωπαίων ξεκίνησε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Στα πλαίσια αυτά εφάρμοσε το πρόγραμμα Tanzimat κατά το οποίο απόφοιτοι της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης στέλνονταν για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και τη Βιέννη. Αποτέλεσμα του προγράμματος αυτού ήταν η δημιουργία της Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος» (İttihat ve Terakki Cemiyeti) το 1889. Η επιτροπή αυτή, αν και ξεκίνησε με τις καλύτερες εξαγγελίες για όλους τους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχοντας ως σύνθημά της αυτό της Γαλλικής Επανάστασης (1789) «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», σύντομα μετεξελίχθηκε στο εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων.
«Ένωσις και Πρόοδος» Θεσσαλονίκη
Ο σχηματισμός ενός τέτοιου πυρήνα αντίστασης στον Σουλτάνο έφερε τον τερματισμό του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στο Παρίσι. Εκμεταλλευόμενος τη ρήξη με τη Γαλλία, ο Γερμανός αυτοκράτορας άνοιξε θερμές διπλωματικές σχέσεις με τον Σουλτάνο. Έτσι, πολύ γρήγορα η επιρροή της Γερμανικής επιστήμης και σκέψης κυριάρχησε στις ανώτερες σχολές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τούρκοι που σπούδαζαν στην Γερμανία επέστρεφαν στην Πόλη βαθιά επηρεασμένοι από το Δεύτερο Ράϊχ (όπως αυτοαποκαλούνταν η Γερμανική Αυτοκρατορία), ενώ λίγο αργότερα η επιρροή αυτή μετουσιώνεται σε άρρηκτο πολιτικοικονομικό δεσμό, όταν το 1899 η Γερμανία ανέλαβε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης – Βαγδάτης, ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο και για τα πετρέλαια της Μοσούλης.
Ενώ η Επιτροπή «Ένωσις και Πρόοδος» ισχυροποιούσε τη θέση της, ως το αντίπαλον δέος της απολυταρχικής εξουσίας του Σουλτάνου, κερδίζοντας ως υποστηρικτές και χριστιανικές μειονότητες της Αυτοκρατορίας, ο Σουλτάνος Abdul Hamid II, γνωστός και ως Κόκκινος Σουλτάνος, σε μία επίδειξη δύναμης προέβη σε πρωτοφανείς σφαγές 300.000 Αρμενίων μέσα σε τρία μόλις χρόνια (1894-1896), ξεκινώντας ουσιαστικά την Γενοκτονία των Αρμενίων.
Abdul Hamid II, The Red Sultan
“Le Rire”, Number 134, May 29, Paris, 1897
30 Οκτ 1895
Ομαδικοί τάφοι σφαγιασθέντων Αρμενίων
Το 1908, παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Νεότουρκοι επικράτησαν και ανέλαβαν την εξουσία. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί αρχικά δέχτηκαν με ενθουσιασμό την επικράτησή του κινήματος, γρήγορα όμως αποδείχτηκε πως οι Νεότουρκοι εξύφαιναν σχέδια εξόντωσης των μη τουρκικών πληθυσμών της Ανατολής. Το πρόγραμμα τους, απαιτούσε να αφομοιώνονται αναγκαστικά οι μη τουρκικοί λαοί και όσοι είχαν αποδειχθεί ή αποδεικνύονταν ως μη αφομοιώσιμοι, να εξολοθρεύονται. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε, στο μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της, την κοινωνία της θεοκρατικά δομημένη, με το Μουσουλμανικό στοιχείο να κατέχει προνομιούχα θέση έναντι των Χριστιανικών, Εβραϊκών κι άλλων θρησκευτικών πληθυσμών. Το κίνημα «Ένωσις και Πρόοδος» των Νεότουρκων μετέτρεψε αυτή την αίσθηση Ισλαμικής «ανωτερότητας» σε «Τουρκική ανωτερότητα».
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, οι Νεότουρκοι χρησιμοποίησαν τον πόλεμο ως προκάλυμμα για τα ειδεχθή εγκλήματά τους. Με το πέρας του πολέμου και τη συνθηκολόγηση, οι διαβόητοι ιδεολόγοι της γενοκτονίας και πρωτεργάτες του Κινήματος « Ένωσις και Πρόοδος», καθώς και οι δολοφόνοι της Ειδικής Υπηρεσίας (Τeskilati-Mahsusa), ενώθηκαν με το Κεμαλικό απελευθερωτικό κίνημα. Ο Mustafa Kemal, παρόλο που εμφανίσθηκε ως μεταρρυθμιστής, ιδεολογικοπολιτικά, και συγκεκριμένα όσον αφορά την Γενοκτονία, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συνέχεια των Νεότουρκων. Μάλιστα, στις 13 Αυγούστου 1923, ο ίδιος δήλωσε ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης: «Επιτέλους, ξεριζώσαμε τους Έλληνες» [1].
Νεότουρκοι και Κεμαλικοί, ως συνεχιστές του αιμοσταγούς «Κόκκινου Σουλτάνου» από το 1914 μέχρι το 1923 μηχανεύθηκαν ποικίλους τρόπους εθνοκάθαρσης και σταδιακά τους έθεσαν σε εφαρμογή. Βιαιότητες, βιασμοί, λεηλασίες, κρεμάλες, μαζικές εκτελέσεις σε συνδυασμό με τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς συμπαγών πληθυσμών σε πορείες θανάτου, τα Τάγματα «Εργασίας» και τα Δικαστήρια «Ανεξαρτησίας», οδήγησαν στο θάνατο εκατομμύρια χριστιανών της Εγγύς Ανατολής. Θύματα του ανωτέρω μηχανισμού εξόντωσης, από το 1894 έως το 1923, υπήρξαν 1.500.000 Αρμένιοι, 700.000 Ασσύριοι και 353.000 Έλληνες του Πόντου. Πρόκειται ουσιαστικά για τρεις γενοκτονίες που διαπράχθηκαν από τον ίδιο θύτη, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, κατά την ίδια χρονική περίοδο και για τους ίδιους λόγους. Η τριάδα αυτή των γενοκτονιών από τους Τούρκους, απετέλεσε το μοντέλο για την επινόηση του όρου «Γενοκτονία» από τον νομικό Raphael Lemkin [2].
Το αποτρόπαιο και μεθοδευμένο έγκλημα των Τούρκων εις βάρος των χριστιανικών πληθυσμών τέθηκε για λόγους ιστορικής συγκυρίας και πολιτικών συμφερόντων στο περιθώριο. Όμως, η απραγία της διεθνούς κοινότητας και η μη καταδίκη των πρώτων συστηματικών γενοκτονιών του 20ου αιώνα έμελλε να πληγώσει εκ νέου την ανθρωπότητα. Και αυτό συνέβη λίγα μόλις χρόνια αργότερα, όταν το έγκλημα επαναλήφθηκε από τους Ναζί, οι οποίοι εμπνεόμενοι από το γενοκτονικό προηγούμενο των Τούρκων, διέπραξαν τις θηριωδίες του Ολοκαυτώματος. Ο ίδιος ο Adolf Hitler, σε μια συγκέντρωση στην οικία του στο Obersalzberg στις 22 Αυγούστου 1939, θέλοντας να κάμψει τις όποιες επιφυλάξεις για την εθνοκάθαρση κατά των Εβραίων και Τσιγγάνων, απευθυνόμενος προς τους στρατηγούς και αξιωματικούς της Wehrmacht, είπε χαρακτηριστικά: «Ποιος θυμάται σήμερα τους Αρμένιους;».
ΧΡΕΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
Η τουρκική δημοκρατία ως νόμιμος διάδοχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει την ηθική, πολιτική και νομική ευθύνη για τα εγκλήματα των Νεότουρκων, έστω κι αν προσπαθεί να αποποιηθεί την ευθύνη αρνούμενη την πραγματικότητα. Η Τουρκία διαχρονικά προσπαθεί να απαγορεύσει στους απογόνους των θυμάτων να θυμούνται, να απαιτούν δικαίωση. Τέτοια εγχειρήματα τα συνιστούν όχι μόνο προσβολή των παθόντων λαών, αλλά και βαριά προσβολή της ανθρωπότητας.
Ως γνωστόν, σύμφωνα με το διακεκριμένο καθηγητή Gregory Stanton [3], το τελευταίο στάδιο της γενοκτονίας είναι η άρνησή της. Ωστόσο, όσο η Τουρκία επιδιώκει την συγκάλυψη της θηριωδίας με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένο το νεοθωμανικό και κεμαλικό παρελθόν της, και όσο εμμένει στην στρατηγική της άρνησης επιβάλλοντας την λήθη ως την τελευταία φάση ενός γενοκτονικού σχεδίου, τόσο αποκαλύπτει περίτρανα την ενοχή της. Μια ενοχή που κλιμακώνεται σε συνευθύνη, όταν δαπανά τεράστια ποσά από τον προϋπολογισμό της δωροδοκώντας ακαδημαϊκούς κύκλους του εξωτερικού για την συγκάλυψη των εγκλημάτων της [4], και πολύ περισσότερο, όταν τιμά τους βασικούς υπεύθυνους της γενοκτονίας ως «επιφανείς Τούρκους», κοσμώντας δρόμους και πλατείες με ανδριάντες προς τιμήν τους. Με τέτοιου είδους χειρονομίες το τουρκικό κράτος επιβεβαιώνει επισήμως ότι είναι όχι μόνο ο ιστορικός διάδοχος αλλά και η ιδεολογικοπολιτική συνέχεια του νεοτουρκικού και κεμαλικού καθεστώτος.
Ο Τούρκος δημοσιογράφος Ali Ertem, Πρόεδρος του «Συλλόγου ενάντια στη Γενοκτονία» και υπέρμαχος της αναγνώρισης των μέχρι σήμερα «ανομολόγητων γενοκτονιών» από την Τουρκία, προσβλέπει σε μια αληθινή φιλία των λαών μας στη βάση της ειλικρίνειας και αναγνώρισης από τον θύτη της εγκληματικής νεότερης ιστορίας του. Στο προλογικό σημείωμα της 14τομης εκδόσεως του καθηγητή Κ. Φωτιάδη, η «Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», ο Ali Ertem αναφέρει :
«Ενώ η γενοκτονία των Αρμενίων-Αραμαίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας είναι αναμφισβήτητα στοιχείο της (νεότερης) Ιστορίας της Τουρκίας και ενώ ασκεί έντονη επιρροή στην κοινωνική πραγματικότητα, το τουρκικό κράτος προσπαθεί να χτίσει το μέλλον της κοινωνίας του πάνω στην άρνηση αυτής της πραγματικότητας. [..] Για να διατηρηθεί η στηριζόμενη στο έγκλημα της γενοκτονίας εξουσία, χρησιμοποιούνται ως μέσα η παραποίηση της Ιστορίας, σε ορισμένες περιπτώσεις η μαζική τρομοκρατία (πογκρόμ) καθοδηγούμενη από το κράτος, οι εκβιασμοί και οι απειλές. Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγεται ο δρόμος για νέα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μέχρι και για νέες γενοκτονίες. Τα χρόνια 1914-1922 στην τουρκική περιοχή κυριαρχίας οι Αρμένιοι, Ασσύριοι -Αραμαίοι και Έλληνες έγιναν με τις γενοκτονίες και τους διωγμούς ασήμαντες μειονότητες. Σήμερα, το τουρκικό κράτος προσπαθεί με παρόμοιες μεθόδους (άρνηση της κουρδικής ταυτότητας, αναγκαστικές εκτοπίσεις, απαγόρευση της κουρδικής γλώσσας, σκόπιμες απόπειρες δολοφονίας ενάντια στην αντιστασιακή ελίτ), να αποδεκατίσει τον κουρδικό λαό, επειδή ζητά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του.»
Επίσης, σε άλλο σημείο ο ίδιος επισημαίνει :
«Η χρήση των όρων Εθνοκάθαρση και Γενοκτονία (Genozid) σχετικά με την εξόντωση των Αρμενίων, Ελλήνων ή Ασσυριών-Αραμαίων της Μικράς Ασίας έχει απαγορευτεί de facto στην Τουρκία ή, καλύτερα, διώκεται από το νόμο. Αυτό είναι το απρόσβλητο ταμπού της Τουρκίας. Η παράγραφος 312 του τουρκικού ποινικού δικαίου αιωρείται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τους πολίτες της Τουρκίας που ασκούν κοινωνική κριτική. Όμως το κρατικό δόγμα σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, από την προσχολική ηλικία μέχρι το θάνατο, μπαίνει στα κεφάλια των ανθρώπων με το ζόρι. Η Ιστορία διαστρεβλώνεται και την απαρνιούνται. Τα θύματα παρουσιάζονται ως θύτες και αντιστρόφως. Η οποιαδήποτε προσπάθεια για ενημέρωση και διαλεύκανση, σχετικά με την ιστορική αλήθεια της γενοκτονίας, καταστέλλεται εν τη γενέσει της».
Ως απόγονοι των θυμάτων της Τριάδας των Γενοκτονικών απαντάμε στην στρατηγική της άρνησης και της λήθης ενώνοντας τις δυνάμεις μας εναντίον του θύτη απαιτώντας την δικαίωση. Οι Γενοκτονίες Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων δεν θα επιτρέψουμε να συγκαλυφθούν. Και αυτό γιατί όχι μόνο δεν ξεχάσαμε, όπως ήταν το σχέδιο των Γενοκτόνων, αλλά μαχόμαστε για την αλήθεια διεκδικώντας μαζί την δικαίωση.
Σήμερα, σε όλο τον κόσμο, εθνικά κοινοβούλια, διεθνείς οργανισμοί και θρησκευτικοί φορείς καταδικάζουν το έγκλημα της Γενοκτονίας που συντελέστηκε από τους Οθωμανούς, Νεότουρκους και Κεμαλικούς. Και αυτό γιατί το πλήγμα που η γενοκτονία επιφέρει στην ανθρωπότητα είναι διαρκές. Η διαδικασία αποκατάστασης του πλήγματος με την απόδοση δικαιοσύνης, ξεκινά με την αναγνώριση της γενοκτονίας, πράξη που συνιστά υποχρέωση κάθε πολιτισμένου κράτους.
Άλλωστε, η αναγνώριση από κάθε πολιτισμένο κράτος αποτελεί μονόδρομο και για τον εκδημοκρατισμό και εξανθρωπισμό της ίδιας της Τουρκίας, καθώς συνιστά το μοναδικό, πρόσφορο και αποτελεσματικό μέσο πίεσης, προκειμένου η τουρκική κοινωνία να προβληματιστεί και να επανεξετάσει το παρελθόν της αποδεχόμενη και η ίδια την διάπραξη των γενοκτονιών.
[1] Φράση που αναφέρεται σε επιστολή του συνταγματάρχη Μουζέν, που παρακολούθησε τις εργασίες της εθνοσυνέλευσης, προς το γαλλικό Γενικό Επιτελείο Στρατού.
[2] Στο αρχειακό φίλμ-συνέντευξη ο R.Lemkin μιλάει για την Αρμενική Γενοκτονία: http://bit.ly/1KT9L9v
[3]http://genocidewatch.org/genocide/tenstagesofgenocide.html